Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το 2025!

Εορταστικό αφιέρωμα με απόσπασμα «ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΤΗ ΡΩΣΚΑ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ» (Αθήνα 1994) του αειμνήστου δασκάλου Αντώνη Γ. Τρούλλου.

Ημέρα Τρίτη «…στις 22 του Δεκέμβρη (1953) τα σχολεία κλείσανε. Είπα τότε να κατέβω κι εγώ στο Καρπενήσι, να πληρωθώ, να ψωνίσω μερικά πράγματα και να ταξιδέψω μέχρι την Αθήνα. Όμως δεν ήμουν καθόλου έμπειρος για τις πορείες μέσα στο χιόνι. Νόμιζα πως ήταν ένα σπορ και μια απλή διασκέδαση.

Πέτυχα λοιπόν δυο γνωστούς από τη Ρωσκά και ξεκινήσαμε. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα κι έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να ξεχωρίσεις πού ακριβώς βρίσκεσαι. Το πιο σπουδαίο ήταν, πως δεν έβλεπες και καλά. Μια ενοχλητική θαμπάδα συνέχεια μπρος στα μάτια σου. Άσε πια, που σε κάθε βήμα χωνόταν τα ποδάρια σου μες στο χιόνι, κι έπρεπε ν' ανεβάζεις το γόνατό σου αρκετά ψηλά για να πετύχεις το επόμενο άλμα. Μωρέ τι τα 'θελα εγώ Χριστούγεννα στην Αθήνα με τέτοιο κακό. Δεν καθόμουνα στ' αβγά μου, να υποδεχτώ το Θείο Βρέφος στην Αγία Παρασκευή! Τώρα μας μπλοκάρανε και οι αντάρες. Άρχισε να πέφτει καινούριο χιόνι. Ήρωες των Ευρυτανικών χωριών. Τι τραβάτε όλο το χειμώνα! Ποιός σας σκέπτεται και σας λογαριάζει τότε;

Φτάσαμε στο Γαύρο δίχως όνειρα και κουράγιο! Το βράδυ κοιμηθήκαμε σ' ένα ράντζο ξεπαγιασμένοι. Κι όταν την άλλη μέρα μπήκα στο λεωφορείο με προορισμό το Καρπενήσι, αναλογίστηκα την εγκατάλειψη και τη δραματική πορεία πάνω στα βουνά και στα χιόνια.

Αλλά κι εδώ το χιόνι ήθελε να μας τυραννά και να μας παιδεύει.

Λίγα χιλιόμετρα πριν το Καρπενήσι, το λεωφορείο κόλλησε στη στρώση του χωματόδρομου, και τώρα αντί για δύο, οδοιπορούσαμε καμιά τριανταριά, για το απροσδιόριστο ακόμη τέρμα της νέας δοκιμασίας.

Να γιατί σαν συνειδητοποίησα πώς ζούσαν οι συνάνθρωποί μας οκτώ μήνες ολόκληρους σ' εκείνα τα χιονισμένα κι απομονωμένα Ευρυτανικά βουνά, χάραξα τις πρώτες στροφές απ' τις εντυπώσεις μου…»

Κυλούν ωστόσο γρήγορα οι ημέρες των διακοπών και ο ταξιδιώτης δάσκαλος καλείται να επιστρέψει στο καθήκον.

«…Έτσι πήραμε το λεωφορείο Αθήνας - Καρπενησίου και με όχι καλά σημάδια, για το χειμώνα που δυνάμωνε, σκεπτόμαστε πώς θα φτάσουμε στις βάσεις μας.

Ήταν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα αυτό. Στη Ράχη Τυμφρηστού άρχισε η πρώτη μάχη με το χιόνι. Κόλλησε πεισματικά το λεωφορείο. Όλοι προσφέραμε τη βοήθειά μας και με καθυστέρηση μιας ώρας, καταλήξαμε στο Καρπενήσι.

Την άλλη μέρα ήρθαμε στο Γαύρο, και στις 9 π.μ. με συντροφιά το συνάδελφο Τσιμογιάννη, αρχίσαμε τη μαρτυρική ανάβαση της Καλλιακούδας. Όσο προχωρούσαμε στα ψηλώματα, τόσο πύκνωνε και μας βασάνιζε το στρωμένο χιόνι.

Ερχόταν οι αντάρες απανωτές, κι ήταν πια η φύση παραζαλισμένη κι ασπρόμαυρη.

— Κουράγιο κ. Συνάδελφε, του έλεγα. Όλα εδώ πληρώνονται και τα καλά και τα κακά.

Ευτυχώς με κάτι τέτοια και με την αγωνία της επιστροφής φτάσαμε σ’ ένα χωριουδάκι την “Ανειάδα”. Χιόνιζε όμως πιο πολύ, κι έτσι συνεχίσαμε την πορεία μας δίχως την παραμικρή ανάσα!

Αποκαμωμένοι πια, πλησιάσαμε στα “Ψιανά”. Το χιόνι είχε γίνει ενοχλητικό κι ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Εκεί πραγματικά παραδώσαμε τα όπλα!

Είμαστε οι αφανείς ήρωες των Σχολείων της Ευρυτανίας που ασφαλώς κανείς δεν μας σκεπτόταν και μας λογάριαζε. Η άμυνα και η ανανέωση των πυρομαχικών μας ήταν καθαρά δικιά μας τόλμη και επικίνδυνη απόφαση.

Βρήκα ζεστασιά, φροντίδα και νοσταλγικό ύπνο στο φιλόξενο σπιτικό του κ. Γιάννη Σταμάτη που δεν τον ξεχνώ ποτέ όπου και να βρίσκεται.

Την άλλη μέρα ξύπνησα, με το μικρό χωριό χωμένο μέσα στο χιόνι. Είχα όμως οπλιστεί με τέτοια δύναμη που χωρίς την παραμικρή οπισθοχώρηση ξεκίνησα μόνος τώρα, με στόχο την πολιορκία και κατάληψη της ασπροστόλιστης και χαμογελαστής “Ρωσκά”.

Και ευτυχώς έφτασα.

Άναψα ένα κερί στην Αγία Παρασκευή και μετά έδωσα το παρόν στον παντοπώλη του χωριού, τον κ. Βάρσο.

—Ήρθες κιόλας, μου είπε. Εμείς δεν σε περιμέναμε ακόμα. Πώς τα κατάφερες μ’ αυτό το κακό;

—Το καθήκον κ. Γιώργο. Οι διακοπές πέρασαν. Τα παιδιά περιμένουν το δάσκαλό τους. Έχουν μεγάλη όρεξη να μάθουν γράμματα, να γίνουν κι αυτοί κάτι στη ζωή τους.

—Καλά κ. Δάσκαλε, συμπλήρωσε πάλι ο συνομιλητής μου, εγώ νοιάστηκα για την αφεντιά σου, επειδή δεν είσαι μαθημένος σε τέτοιες καιρικές αναποδιές και περιπέτειες.

—Μωρέ σαν φτάσεις και μετά όλα ξεχνιούνται κ. Γιώργο μου.

Τώρα τα πάντα ξαναμπήκανε στη σειρά τους. Μού 'φερναν τα παιδιά στους ώμους, εξ αιτίας του χιονιά οι γονείς από μακριά, κι εγώ τους θαυμάζω κάθε μέρα.»

Μας αφήνει την ευχή του στοχαστικά ο «στρατευμένος» δάσκαλος.