Αποκριά!
Γέλια και φωνές στα διάσελα
Απόκρεω, κατά την εκκλησιαστική ορολογία, σημαίνει την λήξη της περιόδου κατάλυσης κρέατος. Κατά την ίδια αντίληψη, Carnevale είναι η τελευταία φάση κρεοφαγίας πριν απ’ το αποστερητικό σαρανταήμερο περιλαμβάνοντας παράλληλα και λαϊκά δρώμενα με σειρά σατυρικών και κωμικών εκδηλώσεων, μέσα σε κλίμα γλεντιού και φαρσοκωμωδίας.
Εκείνους τους παλιούς καιρούς τηρώντας τα πατροπαράδοτα έθιμα, η κοινωνία του μικρού χωριού μας, με πρωτοπόρους τους νέους της εποχής, οργάνωνε μικρά «μπουλούκια» μεταμφιεσμένων σε ανδρόγυνες φιγούρες επιχειρώντας να παραπλανήσουν τους συγχωριανούς και αποκρύπτοντας τα χαρακτηριστικά τους, μασκαρεμένοι με γυναικεία ενδύματα είτε αξιοποιώντας οποιοδήποτε άλλο υλικό μεταμφίεσης, που θα μπέρδευε τις εντυπώσεις. Όλα αυτά βασίζονταν στην διάθεση για μιά πρόσχαρη, αλλά προσωρινή απαλλαγή από τις βιοτικές μέριμνες της καθημερινότητας, μέσα από φιλικά πειράγματα και δρώμενα σκωπτικά, κάτω από την κάλυψη της μεταμφίεσης, όπως με το έθιμο «Μπούλες», που εξελισσόταν στο χωριό περί τα μέσα του 20ου αιώνα, με ρίζες στις Διονυσιακές γιορτές.
Αυτή λοιπόν η παραδοσιακή αναπαράσταση των νεολαίων της εποχής εκείνης, γινόταν κατά την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, δηλαδή την Τυρινή, όπου μετά την Κυριακάτικη λειτουργία συγκεντρώνονταν με παραπλανητικές φορεσιές στην πλατεία και από εκεί άρχιζαν να περιοδεύουν το χωριό τραγουδώντας αστειευόμενοι και προσπαθώντας μπροστά στο σπίτι του καθενός να πειράξουν και να διακωμωδήσουν τους οικοδεσπότες. Φωνές και γέλια στα διάσελα και στις πλαγιές.
Έτσι, κυριαρχούσε το πνεύμα τις συλλογικής συνύπαρξης στην κοινωνία του χωριού μας, σαν τρόπος ειρηνικής εκτόνωσης και ψυχαγωγίας μέσα σε κλίμα ευθυμίας. Παρόλα αυτά, η αποκριάτικη ατμόσφαιρα μες στον καιρό της βαρυχειμωνιάς δεν ήταν πάντα δεδομένη για κάθε χρονιά, όπως βλέπουμε μέσα απ’ την μαρτυρία του αείμνηστου Α. Τρούλλου στο «Απ’ το ημερολόγιο ενός δασκάλου στη Ρωσκά» :
«Στις 7 του Μάρτη του 1954 διαβάζω στα φύλλα του κρεμασμένου ημερολογίου, πως ήταν η τελευταία Κυριακή της αποκριάς. Όμως λίγος κόσμος, πολλά τα προβλήματα, περιορισμένα τα λεφτά, ποιος να γιορτάσει με χορούς και σερπαντίνες τις παραπονεμένες απόκριες. Ευτυχώς το βράδυ με κάλεσαν σ' ένα φιλικό σπίτι, φάγαμε - ήπιαμε - τραγουδήσαμε, και παίξαμε δυο - τρεις τουφεκιές στον αγέρα, για το καλό.»
Με τα αστεία και με τα σοβαρά, η εορταστική ημέρα προχωρούσε με παρεΐστικα γλέντια, σε πνεύμα εγκαρδιότητας και αλληλεγγύης, μέσα σε οικογενειακό περιβάλλον, με την αναγκαία θράκα, όπου ψήνονταν στη «σπούρνη» τα τελευταία λουκάνικα του κάθε νοικοκυριού, ενώ όλοι μαζί συνεισέφεραν στα εδέσματα του τραπεζιού, με τις απαραίτητες πίτες, μπομπότα και μπόλικο ντόπιο κρασί καταλήγοντας μέσα σε τραγούδια και στις πατροπαράδοτες μπαταριές επισφραγίζοντας έτσι το κλίμα του γλεντιού, σα να ‘ναι βγαλμένο από άλλη εποχή…