Στην Κοντίβα του 1930
Αναζητώντας το φως της μόρφωσης. Η ανύψωση από το σκοτάδι της αγραμματοσύνης και της αμάθειας.
Η Κοντίβα είναι πια ένας εγκαταλελειμμένος οικισμός στις νότιες πλαγιές της Καλιακούδας. Τόπος απόκρημνος και βραχώδης, ενώ η εκτροφή των αιγοπροβάτων αποτέλεσε την βασική βιοποριστική ενασχόληση των ντόπιων, έως ότου ο τόπος ερήμωσε από κατοίκους κατά την δεκαετία του 1970.
Οι άνθρωποι εκείνοι αναγνώριζαν την αξία της εκπαίδευσης και αναζητούσαν την μόρφωση, τόσο για την οικογένειά τους, όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Διέβλεπαν την έλλειψη προοπτικής του τόπου που μεγάλωναν, ενώ παράλληλα διαισθάνονταν τις μεταβολές που επέρχονταν, στη μέχρι τότε απομονωμένη κοινωνία τους. Έτσι, αντέδρασαν με σκοπό να στηριχθούν στην μόρφωση, ενώ χαρακτηριστική είναι η προσπάθειά τους να προσελκύσουν δημοδιδασκάλους κατασκευάζοντας και σχολικό κτίριο το 1930.
Ο ενθουσιασμός των κατοίκων είναι ολοφάνερος μέσα απ’ την επιστολή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ο Ρουμελιώτης” την 1η Οκτωβρίου 1932.
“ ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ! ΕΙΣ ΚΟΝΤΟΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
Κύριε Διευθυντά του «ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΟΥ» - ΚΟΝΤΟΣ (Κοντίβα) Ευρυτανίας.
Παρακαλούμεν δημοσιεύσατε τα εξής εις το έγκριτον υμών φύλλον. Άπαντες μια φωνή αναφωνούμεν. «Δόξα τω Θεώ και τους πολιτικούς ημών». «Θέλειν είνε δύνασθαι». Δι’ όλον τον κόσμον εδίδετο άπλετον το φως της προόδου και ευτυχίας δι’ ημάς μέχρι της σήμερον το σκότος της αμάθειας. Εδέησεν πρώτον ο πολυεύσπλαγχνος Θεός και έπειτα οι πολιτικοί μας και μας έδωσαν τον φωτοβόλον πυρήνα κάθε προόδου και ευτυχίας. Διώρισαν διδάσκαλον στο χωριό μας, που δεν είδε ποτέ άλλοτε δημόσιον υπάλληλον πλην του εισπράκτορος και των χωροφυλάκων.
Δόξα και πάλιν εις τον Θεόν που εφώτισε τους συσκοτισμένους κατά την διάνοιαν εκ των διαρκών ψευδολογιών, πολιτικούς μας. Ως τοιούτον μας έστειλον τον κ. Ιω. Ψημάδαν εκ Καρπενησίου, σεβαστόν πρεσβύτην με γόνιμον παρελθόν τριάκοντα τριών ολοκλήρων ετών συνεχούς και φιλοπόνου εργασίας εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του εις το πρόσωπον του οποίου διαβλέπομεν την ανύψωσιν μας εκ του σκότους, της αγραμματωσύνης και αμάθειας, εις το οποίον μέχρι σήμερον ευρισκόμεθα.
Ευθ. Ν. Μπακατσάς, Νικ. Κων. Μπακατσάς, Κων. Γεώρ. Μπακατσάς, Κων. Ευθ. Μπακατσάς, Ευθ. Κων. Μπακατσάς, Ευθ. Δημ. Μπακατσάς, Δημ. Σ. Μπακατσάς, Σωτ. Γ. Μπακατσάς, Αθ. Ιω. Μπακατσάς, Γεωρ. Σ. Πριτσιόλας, Ιω. Δ. Πριτσιόλας κ.α.π.”
Σ’ αυτήν την μεγάλη στιγμή πρωτοστάτησε ο Δημήτριος Γ. Μπακατσιάς, χωριανός, που τότε είχε ξενιτευτεί στην Αμερική και διέθεσε το ποσό των 150 χιλιάδων δρχ., για να κτισθεί το διώροφο σχολείο, φάρος γνώσης πάνω στό βουνό. Δέκα χρόνια λειτούργησε, καθώς το 1940 ήταν η τελευταία του χρονιά και φωνή δασκάλου δεν ακούστηκε ξανά. Μάλιστα, τον τελευταίο μήνα της ίδιας χρονιάς δίδαξε ο παπα-Δημήτρης Βαστάκης, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Ιταλούς κατακτητές ως μάρτυρας της πατρίδας, λίγα χρόνια αργότερα στο Μικρό Χωριό.
Εξάλλου και πριν την ανέγερση του σχολείου προσκαλούσαν ανθρώπους, που ήξεραν γράμματα, για να διδάξουν τα παιδιά, όπως φαίνεται μέσα απ’ το βιβλίο του Γιάννη Βράχα “Από τα Δολιανά και την Κοντίβα” , Αθήνα 1980, όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων, ότι ο πρώτος που δίδαξε ήταν το 1900 με το όνομα Λαζής, ο οποίος φορούσε φουστανέλα, ενώ στη συνέχεια ήρθε ένας τσαγκάρης στο επάγγελμα από τον Προυσό, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα.
Η ιστορία της Κοντίβας είναι ενατένιση των αγώνων μες στην σκληρή καθημερινότητα του τόπου, ένα μάθημα πίστης στη δύναμη της εκπαίδευσης και της συλλογικής προσπάθειας με πείσμα, ότι θα έπρεπε και πάνω στις κακοτράχαλες πλαγιές να μεταδοθεί η μόρφωση, για μιά καλύτερη ζωή.
● Η φωτογραφία "Η ανέγερση του σχολείου" είναι της εφημερίδας “Ο Ρουμελιώτης” από το φύλλο 22/11/1930.