Αφιέρωμα στην Παναγία Προυσού

Προσκυνηματική προσέγγιση στην Ι.Μ. Προυσού


Η Ιερά Μονή της Παναγίας στον Προυσό, κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου, εννέα ημέρες από τον εορτασμό της Κοιμήσεως, πανηγυρίζει τη Χάρη της Παναγίας προσελκύοντας πλήθος κόσμου, που σπεύδει στο προσκύνημα με θερμή πίστη, για να πάρει ευλογία και δύναμη από την θαυματουργή εικόνα Της, η οποία κάνει τούτο το μοναστήρι φημισμένο και έναν από τους πιο αγαπητούς προσκυνηματικούς προορισμούς στην Ελλάδα.

Φέτος εξάλλου, συμπίπτει με τον Πανηγυρισμό της ημέρας και η χαρμόσυνη εξέλιξη του πρόσφατου εγκαινιασμού του νέου ανακαινισμένου μουσείου της Ιεράς Μονής, όπου και φυλάσσονται πλήθος ιστορικά κειμήλια της ευρύτερης περιοχής.

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας “Ο Ρουμελιώτης” (στο φύλλο 315, στις 12 Σεπτεμβρίου 1931) ο Γ. Κουράτος, τέως Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας της εποχής εκείνης, γράφει σχετικά για τους τρόπους προσέγγισης του μοναστηριού:

Ένα γραφικώτατο τοπείο στην διαδρομήν αυτήν είναι και τα Τριπόταμα (sic). Ονομάζονται έτσι γιατί εκεί συναντώνται τα τρία ποτάμια. Το ένα ο Καρπενησιώτης (ούτο που διασχίζει την Ποταμιά) το άλλο που έρχεται από την Καστανιά και της χαράδρας του Προυσού. Το γεφύρι από τα μεγαλείτερα της Ρούμελης στηρίζεται στους βράχους ενός στενού που σχηματίζουν εκεί σαν μιά πόρτα δύο λόφοι. Γραφικό γεφύρι μα και δύσκολο φαίνεται να ήτο στο φκιάσιμό του γιατί τρεις εργάται τότε ευρήκαν εκεί τον θάνατον και με το αίμα τους το θεμέλιωσαν. Τρεις σταυροί σε μια ραχούλα εκεί λίγο σιμά μαρτυρούν ακόμη για τους τραγικούς αυτούς μαστόρους του. Από εκεί αρχίζει συνεχής αναρρίχησις έως το μοναστήρι. Και ένας άλλος δρομίσκος τραβάει για την Καστανιά, το ωραίο αυτό χωριό του Ευρυτανιακού Αρακύνθου, που ένας προοδευτικός Πρόεδρος (σ.σ. Ζάχος Παπαχρήστου) δεν το αφήνει να κάνη στον επισκέπτην την εντύπωσιν του απροόδευτου και απολίτιστου.

Αυτός είναι ο δρόμος του Προυσού από το Καρπενήσι. Απ’ εκεί κυρίως συγκοινωνεί το Μοναστήρι και απ’ εκεί περνά το μεγαλείτερο μέρος εκείνων που πάνε σ’ αυτό προσκυνηταί. Ο δρόμος αυτός στα χαρτιά περιλαμβάνεται στους Επαρχιακούς τοιούτους συνεχίζων ύστερα έως την Τριχωνίδα. Δεν ξέρω εάν θα γίνη ποτέ και αν θα ταράξη την γαλήνη στες χαράδρες εκείνες καμμία ημέρα ο μονότονος θόρυβος του αυτοκινήτου. Οι κάτοικοι βέβαια ζουν με το όνειρον.”

Πόσο προφητική, στ’ αλήθεια, ακούγεται η τελευταία αποστροφή του λόγου στην αρθρογραφία του τοπικού πολιτευτή της εποχής εκείνης, με την αναφορά στην προσδοκία, αλλά και την προσμονή των τοπικών κοινωνιών για ύπαρξη ενός κανονικού, ευρύχωρου και προσβάσιμου αυτοκινητόδρομου. Μέσα απ’ αυτό το άρθρο λοιπόν, αναδεικνύεται και επικοινωνείται με κάποιο τρόπο, τόσο η αναγκαιότητα κατασκευής ενός σύγχρονου δρόμου, όσο και η αγωνία του τοπικού πληθυσμού για την απόκτηση δυνατότητας ασφαλούς και άνετης μετακίνησης για προορισμούς ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, όπως είναι η προσκυνηματική προσέγγιση στην Ι.Μ. Προυσού.

Δεδομένου ότι η κύρια διαδρομή ξεκινούσε από την περιοχή του Καρπενησίου και μάλιστα απ’ τον Γαύρο, όπου κατά ένα μέρος καλυπτόταν από δρόμο αμαξωτό, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘30, υπήρχε και η άλλη διαδρομή από Τριχωνίδα, η λεγόμενη “γιδόστρατη” και συγκεκριμένα από την Καλλιθέα Αιτωλοακαρνανίας, όπου και υπήρχαν σχέδια μελλοντικής διάνοιξης αυτοκινητόδρομου.

Εξάλλου, ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας του προσκυνήματος αποτελεί το παλιό μονοπάτι, που ξεκινούσε από την Δομνίστα, το οποίο χρησίμευε τότε ως κύριος δρόμος, πριν την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου ακολουθώντας παράλληλα τον Κρικελλοπόταμο απ’ την πλευρά του Παναιτωλικού, για να περάσει από το χωριό μας, τον Πρόδρομο, την Καστανιά και τον Τόρνο προς το μοναστήρι, με ιερό καθήκον να βρεθούν όλοι στο προσκύνημα και να προσευχηθούν μπρος στην εικόνα της Παναγίας.

Το μονοπάτι εκείνο, γεμάτο κίνηση και ζωή, με τους προσκυνητές να το διαβαίνουν τακτικά και να στέκονται στον τόπο μας, για να ξαποστάσουν στην πλατεία με τον πλάτανο ή στην Κάτω Βρύση για δροσερό νερό ή ακόμα και φιλοξενούμενοι σε σπίτια παίρνοντας έτσι δυνάμεις, να συνεχίσουν την πολύωρη και κοπιαστική πορεία τους, μέχρι να βρεθούν στον περίβολο του μοναστηριού.

Καιροί δύσκολοι και δύσβατοι απ’ τη μια, ωστόσο συμπονετικοί και αλληλέγγυοι απ’ την άλλη, με κατανόηση και στήριξη των ανθρώπων μεταξύ τους μπροστά στην ιερότητα του τάματος και στην αξία της απλής προσφοράς, ιερότητα, η οποία μετουσιώνει το απλό και ταπεινό, σε κατόρθωμα ηρωικό.