Λαμπρή

Πασχαλινοί εορτασμοί

Χαράματα Μ. Τετάρτης του ’54, ανταριασμένη μέρα, όπου ο τότε δάσκαλος του χωριού Αντώνης Τρούλλος, χωρίς δεύτερη σκέψη και αξιοποιώντας τις σχολικές διακοπές του Πάσχα, σπεύδει να επισκεφθεί τον τόπο καταγωγής του, την Σίφνο ξεκινώντας «…πάλι για το μεγάλο και γιορταστικό ταξίδι.

Η τύχη μου το ’χει, κάθε φορά που αναχωρώ από τη Ρωσκά, να χιονίζει...

Ο οδηγός, μας το δήλωσε ξεκάθαρα. Η Καλλιακούδα μας είπε, δεν πατιέται. Έτσι λοιπόν η αλύγιστη “κυρά-Θοδώρα” θα χαράξει άλλο δρομολόγιο:
Ρωσκά - Πρόδρομο - Καστανιά - Καρύτσα και Γαύρο.

Βαδίζουμε και τρώμε τη βροχή κατακέφαλα. Όμως εκεί. Μπροστά η κυρα-Θοδώρα και πίσω της εμείς. Μοναδική στάση στην Καρύτσα. Ορκίστηκα να μην ξαναπερπατήσω έτσι στη ζωή μου. Δέκα ώρες πορεία για να συναντήσουμε τ΄αυτοκίνητα. Τώρα πια μας πηγαίνουν άλλοι. Ας βρέχει όσο θέλει. Το ρίχνουμε στο τραγούδι μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα μας.

Αυτά δυστυχώς αντιμετώπιζαν όλοι όσοι υπηρετήσανε στα μακρινά σχολειά της Ευρυτανίας. Ήρωες και μαχητές με όλη τη σημασία της λέξης...».

Έτσι λοιπόν περιγράφει την δεύτερη αναχώρησή του - την Πασχαλινή - απ’ το χωρίο μας, στο βιβλίο του «Απ’ το ημερολόγιο ενός δασκάλου στη Ρωσκά Ευρυτανίας» Αθήνα 1994.

Πίσω στη Ροσκά, η Μεγάλη Εβδομάδα έφερνε προσμονή, προετοιμασία και κατάνυξη, ενώ καθώς ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, κάποιο είδος άγραφου νόμου βάζει τους πιστούς να βρέχουν τα χείλη τους με ξύδι συνεχίζοντας την πένθιμη μέρα μόνο με τα απαραίτητα, έτσι ώστε απερίσπαστα να συμμετέχουν στα δρώμενα του Επιταφίου.

Το βράδυ της Ανάστασης στο παρεκκλήσι του Αη Θανάση, στο υψωματάκι, συναθροίζονται οι χωριανοί όλοι μαζί ομόψυχα, για να διαλαλήσουν ψάλλοντας με λαμπάδες στα χέρια και λειτουργό στο αναστάσιμο άγγελμα τον παπα-Δημήτρη Βάρσο, να ψάλλει το χαρμόσυνο «Χριστός Ανέστη», μέσα σε ατμόσφαιρα αλληλοσυγχώρεσης και ευχών, για να ακολουθήσει το αναστάσιμο τραπέζι με μαγειρίτσα και τσούγκρισμα κόκκινων αυγών.

Το πρωί της Λαμπρής, ο καπνός από τις φωτιές που άναβαν κατάχαμα, για να ψήσει η κάθε οικογένεια το δικό της σουβλιστό, έφτανε ως τον ουρανό. Μια παράταξη από ξύλινες, ελατήσιες σούβλες, σε απλοχωριά, ενώ και τα κοκορέτσια παραδίπλα γυρίζανε υπομονετικά. Το πασχαλινό τραπέζι, σταθερό σημείο συνάντησης των οικογενειών και φίλων, όπου χαρούμενοι, με μπόλικο ντόπιο κρασί, γιόρταζαν την ημέρα κλείνοντας με φαγοπότι την λιτοδίαιτη πορεία των προηγούμενων ημερών.